αλατιστός

αλατιστός
η , ό
1) см. αλατισμένος; 2) засоленный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αλατιστός" в других словарях:

  • αλατιστός — ή, ό [αλατίζω] παστωμένος, παστός …   Dictionary of Greek

  • αλατιστός — ή, ό παστωμένος: Τους πρόσφεραν ψάρια αλατιστά και καπνιστά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναλάτιστος — η, ο 1. αυτός που δεν αλατίστηκε, ο ανάλατος 2. (για ζώα) αυτός που δεν έφαγε αλάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + αλάτιστος < αλατιστός. Η σημασία τής στερήσεως προήλθε από τον αναβιβασμό τού τόνου] …   Dictionary of Greek

  • αλίτης — Ορυκτό αλάτι (χλωριούχο νάτριο) που συναντάται σε ηφαιστειακά πετρώματα και στην Ελλάδα. * * * (I) ἀλίτης, ο (Α) παράλληλος τύπος τής λέξης ἀλείτης*, ο αμαρτωλός. (II) ο (Α ἁλίτης) [ἅλς] νεοελλ. το ορυκτό αλάτι αρχ. ως επίθ. 1. αλατισμένος,… …   Dictionary of Greek

  • αλατίζω — (Α ἀλατίζω) πασπαλίζω με αλάτι, ρίχνω αλάτι σε φαγητό νεοελλ. 1. σκεπάζω με αλάτι, παστώνω 2. κάνω κάτι νόστιμο, νοστιμίζω, διανθίζω με ευφυολογήματα 3. δίνω αλάτι ως τροφή στα κατοικίδια θηλαστικά 4. φρ. «αλατίζω κάποιον (στο ξύλο)», τον δέρνω… …   Dictionary of Greek

  • αλιστός — ἁλιστός, ή, όν (AM) [ἁλίζω ΙΙ] αυτός που διατηρείται μέσα σε άλμη, αλατιστός, αλίπαστος …   Dictionary of Greek

  • ανάλιστος — η, ο (Α ἀνάλιστος, ον) αναλάτιστος, ανάλατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν στερ. + ἁλιστός (< ἁλίζω) «αλατιστός»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»